- ὠδύραντο
- ὠδύ̱ραντο , ὀδύρομαιlamentaor ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
JALEMUS — Calliopae fil. infelix, nulliusque pretii homo, praesertim in cantu supra modum frigidus, unde pro cantilena lugubri poni solet. Apollon. Arg. l. 4. Παννύχιοι ἐλεεινὸν Ι᾿ήλεμον ὠδύραντο. Athen. l. 14. p. 619. Ε᾿νγάμοις Υ᾿μένναιος εν δὲ πένθεσιν… … Hofmann J. Lexicon universale
πόρτις — και πόρις, ιος, ἡ, μτγν τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α 1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.) 2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.) 3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος» … Dictionary of Greek